προθεσμία

προθεσμία
η, ΝΜΑ
προκαθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, διορία («σήμερα λήγει η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων»)
νεοελλ.
1. (πολ. δίκ.) χρονικό διάστημα ορισμένο ή δυνάμενο να οριστεί, εντός τού οποίου ή μετά την πάροδο τού οποίου πρέπει ή, αντίστοιχα, μπορεί να ασκηθεί μια διαδικαστική πράξη
2. (δημ. δίκ.) ορισμένο χρονικό διάστημα που τάσσεται από τον νόμο, από διοικητική πράξη ή από σύμβαση δημόσιου δικαίου και μέσα στο οποίο πρέπει να επιχειρηθεί ή τουλάχιστον να αρχίσει να επιχειρείται μια ενέργεια τού διοικουμένου ή τής διοικήσεως
αρχ.
1. (κατά το αττικό δίκαιο) προκαθορισμένη ημέρα ή χρονική περίοδος κατά την οποία έπρεπε οπωσδήποτε να πληρωθούν τα οφειλόμενα χρήματα ή να γίνει αγωγή στο δικαστήριο ή να διεξαχθούν εκλογές, μετά την παρέλευση τής οποίας δεν επιτρεπόταν καμιά σχετική δικαστική ενέργεια
2. φρ. «προθεσμία φυσική [νόσου]» — φυσιολογική περίοδος (νόσου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. προθέσμιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προθεσμία — προθεσμίᾱ , προθέσμιος fem nom/voc/acc dual προθεσμίᾱ , προθέσμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱ , προθεσμία day appointed beforehand fem nom/voc/acc dual προθεσμίᾱ , προθεσμία day appointed beforehand fem nom/voc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθεσμίᾳ — προθεσμίᾱͅ , προθέσμιος fem dat sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱͅ , προθεσμία day appointed beforehand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθεσμία — η ορισμένο χρονικό διάστημα για κάτι, διορία: Έληξε η προθεσμία των εγγραφών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προθεσμίας — προθεσμίᾱς , προθέσμιος fem acc pl προθεσμίᾱς , προθέσμιος fem gen sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱς , προθεσμία day appointed beforehand fem acc pl προθεσμίᾱς , προθεσμία day appointed beforehand fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθεσμίαι — προθεσμίᾱͅ , προθέσμιος fem dat sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱͅ , προθεσμία day appointed beforehand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθεσμίαν — προθεσμίᾱν , προθέσμιος fem acc sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱν , προθεσμία day appointed beforehand fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Професмия —    • Προθεσμία,          см. Iudicium, Судопроизводство, 6 …   Реальный словарь классических древностей

  • προθεσμιῶν — προθεσμία day appointed beforehand fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”